- διστάζοντας
- διστάζωdoubtpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοντοστέκω — και κοντοστέκομαι (Μ κοντοστέκω) (ενεργ. και μέσ.) σταματώ για λίγο ενώ βαδίζω, ανακόπτω την πορεία μου για λίγο, περιμένοντας ή διστάζοντας νεοελλ. διστάζω, αμφιβάλλω («γιατί, γιατί μού κοντοστέκεις; τί τόση θρέφεις στην καρδιά σου δείλια»,… … Dictionary of Greek
Στάλιν, Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς — (ψευδώνυμο του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι). Σοβιετικός πολιτικός (Γκόρι, Γεωργία 1879 Μόσχα 1953). Αφού τον απέβαλαν το 1899 από την ιερατική σχολή εξαιτίας της συμμετοχής του σε μια πατριωτική και σοσιαλιστική οργάνωση, ο Σ. αφοσιώθηκε σε … Dictionary of Greek